- φωτοτυπώ
- Νβγάζω φωτοτυπίες με τη χρησιμοποίηση ειδικών μηχανημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + -τυπώ (< -τυπος < τύπος), πρβλ. ζηλο-τυπώ, πρωτο-τυπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτοτυπώ — φωτοτυπώ, φωτοτύπησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek